- ερμαφροδιτισμός
- ερμαφροδιτισμός, ο και ερμαφροδισία, ηη ύπαρξη αρσενικών και θηλυκών γεννητικών οργάνων στο ίδιο άτομο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ερμαφροδιτισμός — Η εμφάνιση των γεννητικών οργάνων και των δύο φύλων σε ένα και το αυτό άτομο. Ένα ζώο αυτού του τύπου (ερμαφρόδιτο) δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε ως αρσενικό ούτε ως θηλυκό, αλλά θεωρείται ότι ανήκει και στα δύο φύλα· στο άτομο αυτό η ωρίμανση… … Dictionary of Greek
ερμαφροδισία — η [ερμαφρόδιτος] βλ. ερμαφροδιτισμός … Dictionary of Greek
ερμαφρόδιτος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης. Το διπλό φύλο του (που φαίνεται και από το όνομά του) οφείλεται, κατά τον αρχαίο μύθο, στη συγχώνευσή του με τη νύμφη Σαμαλκίδα, η οποία τον είχε ερωτευτεί. Η μυθολογική αυτή αφήγηση… … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek
σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… … Dictionary of Greek